18 Μαρ 2008

Κωστής Παλαμάς - Θάνατος παλληκαριού

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν απόγονος μιας παλαιάς οικογένειας που εμφανίσθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Γενάρχης της υπήρξε ο Παναγιώτης Παλαμάρης. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859. Σε ηλικία 7 χρονών έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών αρχίζει σπουδές νομικής, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του. Το 1876 έρχεται στην Αθήνα όπου και γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τη Νομική, και έτσι αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Παρά το ότι θα ασχοληθεί με τη ΝΕΑ ελληνική λογοτεχνία, το πρώτο του έργο, που θα δημοσιευτεί το 1876 με τίτλο "Ερώτων Eπη" θα γραφτεί σε υπερκαθαρεύουσα. Το 1886 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του συλλογή στη δημοτική και το 1889 δημοσιεύεται ένα από τα καλύτερα έργα του, ο "Ύμνος της Αθηνάς", ο οποίος θα βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αυτό είναι και το πρώτο του βραβείο. Εισηγητής του διαγωνισμού αυτού ήταν ο Νικόλαος Πολίτης. Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου", η οποία βραβεύτηκε και αυτή, το 1890. Το 1897 γίνεται γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλειά για την οποία αμοιβόταν αρκετά καλά, και έτσι απέκτησε την οικονομική άνεση για να συνεχίσει το έργο του. Ενα χρόνο αργότερα, το 1898, δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές, το "Αστυ" και τον "Τάφο". Ακολουθεί μια περίοδος έμπνευσης και ο Παλαμάς γράφει το 1900 τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης", το 1904 την "Ασάλευτη Ζωή", το 1907 τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", το 1910 την "Φλογέρα του Βασιλιά" και το 1919 "Τα Δεκατετράστιχα", τα οποία δημοσιεύονται και στην Αλεξάνδρεια. Το 1925 παίρνει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και με την ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών γίνεται και ένα από τα βασικά στελέχη της. Το 1928 δημοσιεύει τους "Δειλούς και σκληρούς στίχους" (Σικάγο) και το 1930 ή, κατά άλλους, το 1931 γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.

Με το διήγημα «Θάνατος παλληκαριού», ο Παλαμάς ξεπέρασε τα μέτρα του στο είδος, διευρύνοντας τους στενούς ορίζοντες της αφηγηματικής του πεζογραφίας και δημιουργώντας στο πρόσωπο του ήρωά του έναν αντιπροσωπευτικό ελληνικό τύπο ή, πιο σωστά, μια χαρακτηριστική περίπτωση, που δένεται με τις ρίζες του ελληνισμού και βγαίνει μέσα απ' το ελληνικό περιβάλλον του καιρού του. Και δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο, ότι το διήγημα το αφιερώνει στη Χαραυγή, την «απλή και αγράμματη γυναίκα» που, σύμφωνα με τη σωστή άποψη του Ν. Βέη, συμβολίζει εδώ τη δημοτική παράδοση 4. Το υπαινίσσεται, άλλωστε, κι ο ίδιος ο ποιητής, όταν μας λέει στην αφιέρωση, πως «απ' το στόμα της» άκουσε αυτή την ιστορία και «κοίταξε να την κρατήσει όσο πιο πιστά μπορούσε, για να είναι αντίλαλος δικός της»5.

Δεν πρόκειται εδώ για λεβεντιά κι αντρειοσύνη δοσμένη στις διαστάσεις του θρύλου, αλλά προσγειωμένη μέσα στα όρια της καθημερινότητας. Ο Μήτρος, το κεντρικό πρόσωπο, πιστεύει στην ομορφιά, στην υγεία, στην παλικαριά, στην ακέρια ζωή. Οταν τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής γλιστράει και σπάει άσχημα το πόδι του, δε νοιάζεται για τους πόνους και για την κακοπάθεια. Ενα μόνο τον καίει: να μη μείνει «σημειωμένος», να μη μείνει σακάτης. Αξίζει να προσέξουμε ότι, αν κι ο γιατρός τον βεβαιώνει πως θα γίνει καλά και μολονότι σηκώνεται σε τρεις μήνες και περπατάει, «αμέσως που είδε πως το πόδι του στράβωσε και δε λύγιζε κ' έστριψε το γόνατο το πονεμένο, και πως αυτός κούτσαινε περπατώντας, απελπίστηκε [...]. Εστειλε στον άνεμο το γιατρό με τα γιατροσόφια του κ' έπεσε βαριά για να πεθάνη»6.

Από δω αρχίζει ουσιαστικά η ιστορία. Γιατί ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης δεν την καταδέχεται τη ζωή μισή· τη θέλει ολόκληρη, προκαλώντας έτσι διαρκώς τη μοίρα. Και στη συνέχεια δε θα πάψει να την προκαλεί. Θα στραφεί στους κομπογιαννίτες και στους τσαρλατάνους, θα καθήσει να του ξανασπάσουν το πόδι, δίχως να 'χει ούτε καν την υπομονή να περιμένει. Κι όταν εκείνοι θα τον αφήσουν σακατεμένο κι άχρηστο, θα καταφύγει στις μάγισσες, που αποδείχνονται λιγότερο εκμεταλλεύτριες απ' τους κομπογιαννίτες, μια και το δηλώνουν ξεκάθαρα πως δεν υπάρχει σωτηρία. Μα και την ύστατη ακόμα ώρα, όταν ξανάρχεται ο γιατρός και συμβουλεύει να τον πάνε αμέσως κιόλα στην Αθήνα και να του κόψουν το γαγγραινιασμένο πόδι, για να σώσουν τουλάχιστον τη ζωή του, εκείνος και πάλι αρνιέται κι αφήνεται να οδηγηθεί στο θάνατο.

Υπάρχει σ' όλα αυτά, μαζί με την αντρειοσύνη και την παλικαριά, και κάτι απ' την αρχαία «ύβρη», που κρύβεται πίσω απ' την ηθογραφική επιφάνεια και δημιουργεί το υπόστρωμα της ιστορίας. Μιας ιστορίας με λιτό περίγραμμα, με σκληρές κατά βάθος κύριες γραμμές και με μόνιμη υπόκρουση τον ποιητικό τόνο, αρμονικά συνταιριασμένον με τα ρεαλιστικά στοιχεία. Θαρρείς και η ποίηση εδώ είναι αλληλλένδετη με τη δραματική ουσία, έρχεται απ' τα βαθύτερα στρώματα, σαν από δημοτικό τραγούδι, που μοιρολογάει τη λεβεντιά, ανεβαίνοντας σε ψηλότερο επίπεδο στις τελευταίες σελίδες, για να συνδεθεί έτσι πιο στέρεα με τη δημοτική παράδοση.

Κωστής Παλαμάς - Θάνατος παλληκαριού

Ratings