
Η χώρα αυτή ρημάχτηκε και κάλεσαν τους χτίστες για να ξαναχτιστεί. Οι χτίστες έφτασαν εδώ κι είναι ειδοποιημένοι. Άκουσαν κι εδέχτηκαν παραγγελίες. Συμφώνησαν για ένα χτίσιμο και ήρθαν. Μέρες και νύχτες δούλευαν κι όλες μαζί οι οικογένειες των χτιστών να κουβαλούν με βιασύνη. Όσοι πέθαιναν πάνω στην δουλειά τους έθαβαν μακριά κι εκείνα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ τα θανάτωσαν. Έφευγαν για τις μακρινές κηδείες και πάλι ξανάρχονταν το βράδυ και δούλευαν.
Έτσι στήθηκαν παντού μεγάλα οικοδομήματα με σκαλιστές προσόψεις και κάμαρες απανωτές σα να γεννούσε η μια την άλλη για πολλά σόγια ανθρώπων και θόλοι από κρύσταλλο. Τώρα οι χτίστες τέλειωσαν και γιόρτασαν ανάβοντας φωτιές. Χόρεψαν πάνω στα κάρβουνα και μούγκριζαν κι έκλαιγαν. Φύγαν και χάθηκαν. Άδεια τα θεώρατα σπίτια κι ένας αέρας από κρύο ήλιο σφαλά τα μεγάλα παράθυρα και πάλι τα ξανάνοιγε. Οι θόλοι με τριγμούς να συγκρατούν το φως. Μη χυθεί μέσα και περιχύσει και μια βαρειά αναπνοή από το σκαμμένο χώμα. Ορθάνοιχτα κι αδειανά εκείνα τα σπίτια στέκονται τώρα αδειανά και μοναχά η ηχώ των τραγουδιών της Θράκης.
Γιώργος Χειμωνάς - Οι χτίστες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου