24 Νοε 2007

Oscar Wilde - Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ

Η Μπαλλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ, το τελευταίο έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, γράφτηκε μετά την έξοδό του από την φυλακή όπου παρέμεινε έγκλειστος από το Νοέμβριο του 1895 μέχρι τον Μάϊο του 1897 (για το “έγκλημα” του ότι ήταν ομοφυλόφιλος). Είναι εμπνευσμένο από την εμπειρία του συγγραφέα και αφιερωμένο στη μνήμη του κατάδικου C.T.W. που απαγχονίστηκε τον Ιούλιο του 1896 μέσα στη φυλακή.

Βγαίνοντας από τη φυλακή ο Όσκαρ Ουάιλντ εξουθενωμένος δεν βρήκε άλλη δύναμη παρά μόνο για να γράψει την «Μπαλάντα της φυλακής», κάνοντας έτσι ν’ αντηχήσουν για μια ακόμη φορά οι κραυγές απόγνωσης που βγαίνουν κάθε πρωί απ’ όλα τα κελιά. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε ακόμα να τον ενδιέφερε είναι οι κατάδικοι με τους οποίους μοιραζόνταν τον πόνο του.

Στις τελευταίες φράσεις του «De Profundis» ο Όσκαρ Ουάιλντ υπόσχεται ότι «η τέχνη μου θα ταυτίζεται απο δω και πέρα με τον πόνο». Η «Μπαλλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ» αποτελεί την εκπλήρωση αυτής της υπόσχεσης.

dec1999ReadinGaolPhotographsFig1.jpg picture by ouz0

“Δε ξέρω αν έχουνε δίκιο ή άδικο οι νόμοι. Ό,τι ξέρουμε μεις οι κατάδικοι είναι πως οι τοίχοι της φυλακής είναι γεροί και κάθε μέρα είναι σα χρόνος… ένας χρόνος που οι μέρες του είν’ ατέλειωτες.[…]

Οι χειρότερες πράξεις σα τα φαρμακερά χόρτα, φυτρώνουνε κι ανθούνε στο μολυσμένο αγέρα της φυλακής. Ό,τι καλό είναι μες στον άνθρωπο, εξαντλείται και μαραίνεται κει μέσα. Η χλωμή αγωνία κρατά τα κλειδιά κι η απελπισία είναι φύλακας.

Γιατί βασανίζουν με τη νηστεία το μικρό τρομαγμένο παιδί, ώσπου να κλαίει μερόνυχτα. Μαστιγώνουνε τον τρελό και τον ανήμπορο και περγελούνε τον ασπρομάλλη γέρο. ‘Αλλοι τρελαίνονται, οι κακοί γίνονται χειρότεροι και κανένας δε βγάζει μιλιά από το στόμα.

Το νερό που πίνουμε είναι λάσπη γλιστερή και γλυφό, το πικρό ψωμί που ζυγίζουν με φροντίδα, είναι γεμάτο κιμωλία κι ασβέστη κι ο ύπνος ποτέ δε πλαγιάζει, μα πλανιέται με τα μάτια ορθάνοιχτα, εκλιπαρώντας τον χρόνο.

Μα αν κι η σκελετωμένη πείνα κι η αχνή δίψα δαγκώνει η μια την άλλη, όπως η ασπίδα δαγκώνει την οχέντρα, λίγο μας νοιάζει. Εκείνο που παγώνει και σκοτώνει τελείως είναι πως κάθε πέτρα που σηκώνουμε τη μέρα, κάθεται στο στήθος μας τη νύχτα.

Έχοντας μεσάνυχτα στη καρδιά και σούρουπο στο κελί μας, γυρίζουμε τη μανιβέλα και ξαίνουμε τα σχοινιά μες στη πικρή φυλακή μας. Η σιγαλιά μας ήτανε φριχτότερη από τη πιο δυνατή βοή της καμπάνας.

Και ποτέ ανθρώπινη φωνή δε σιμώνει για να πει καλό λόγο και το μάτι που ‘ξετάζει μες από το σίδερο της πόρτας είναι σκληρό κι ασυγκίνητο. Ξεχασμένοι απ’ όλους, σαπίζουμε, σαπίζοντας ψυχή και σώμα.”

Oscar Wilde - Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ratings