"Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ήταν πολύ σκάνταλος και πολύ άτακτος και κάθε λίγο έβρισκε τον μπελά του. Δεν περνούσε μέρα που να μην έτρωγε δυο τρεις κατσάδες, πότε από τη θεία του, πότε από τη μαγείρισσα, πότε από την Αγγλίδα δασκάλα και πότε από την τραπεζιέρα, και κάθε λίγο αναγκάζουνταν ν' ανακατώνεται ο θείος.
Σαν έφθανε απέξω ο θείος και άκουε την καινούρια αταξία του Αντώνη, το αγαθό του πρόσωπο αγρίευε όσο μπορούσε, σούρωνε τ' άσπρα του φρύδια και, κουνώντας το σταχτί του κεφάλι, έλεγε αυστηρά:
- Αντώνη, ακούω πάλι πως έκανες αταξίες! Φοβούμαι πως δε θα τα πάμε καλά!
Αυτές ήταν οι σοβαρές περιστάσεις. Άκουε η Αλεξάνδρα, η μεγάλη αδελφή, και ντρέπουνταν για τον αδελφό της. Άκουε η Πουλουδιά, η μικρότερη αδελφή, κι ένιωθε την καρδιά της να παίζει τούμπανο. Άκουε και ο μικρός ο Αλέξανδρος, καθισμένος στο πάτωμα, με το δάχτυλο στο στόμα, και αποφάσιζε μέσα του πως εκείνος δεν ήθελε να γίνει έτσι κακό παιδί σαν τον Αντώνη.
Και όμως πώς ήθελε να μπορεί να κάνει όσα έκανε ο Αντώνης! Γιατί ο Αντώνης έκανε πολλά δύσκολα πράματα. Έκανε τούμπες τρεις στη σειρά και θα έκανε, λέει, και τέσσερις, αν ήταν πιο μεγάλη η κάμαρα και αν δε χτυπούσε ο τοίχος στα ποδάρια του· σκαρφά λωνε στη γαζία της αυλής· καβαλίκευε στην κουπαστή της σκάλας και κατέβαινε γλιστρώντας ως κάτω - έκανε, πηδώντας με το ένα πόδι, τρεις φορές το γύρο της αυλής του σπιτιού, χωρίς ν' αγγίξει τον τοίχο - κάθε πρωί, στη θάλασσα, βουτούσε το κεφάλι του στο νερό κι έμενε τόση ώρα με κλειστό στόμα και ανοιχτά μάτια, και δεν πνίγουνταν ποτέ. Και' άλλα πολλά έκανε ο Αντώνης."
Ο Αντώνης και τα τέσσερα αδέρφια του φιλοξενούνται για τις διακοπές του καλοκαιριού στον Πειραία, στο σπίτι των θείων τους. Οι γονείς του Αντώνη ζούνε στην Αίγυπτο και εκείνο το καλοκαίρι δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν. Έτσι,με σκηνικό τα παλιά αρχοντικά και τις ολόδροσες αυλές τους, ο Αντώνης σκαρφίζεται του κόσμου τις σκανταλιές, μπλέκει σ' αυτές και τ' αδέλφια του, πισύροντας στο τέλος την τιμωρία της αυστηρής θείας του. Αυτό όμως που κερδίζει το θαυμασμό όλων είναι η ακεραιότητα του χαρακτήρα του ήρωα μας, όταν για χάρη της αλήθειας παραδέχεται αντρίκια κάθε του αταξία. Ο «Τρελαντώνης» της Π. Δέλτα αποτελεί μία όαση τρυφερότητας και νοσταλγίας για τις μέρες και τους χαρακτήρες που σιγά σιγά χάνονται.
Σαν έφθανε απέξω ο θείος και άκουε την καινούρια αταξία του Αντώνη, το αγαθό του πρόσωπο αγρίευε όσο μπορούσε, σούρωνε τ' άσπρα του φρύδια και, κουνώντας το σταχτί του κεφάλι, έλεγε αυστηρά:
- Αντώνη, ακούω πάλι πως έκανες αταξίες! Φοβούμαι πως δε θα τα πάμε καλά!
Αυτές ήταν οι σοβαρές περιστάσεις. Άκουε η Αλεξάνδρα, η μεγάλη αδελφή, και ντρέπουνταν για τον αδελφό της. Άκουε η Πουλουδιά, η μικρότερη αδελφή, κι ένιωθε την καρδιά της να παίζει τούμπανο. Άκουε και ο μικρός ο Αλέξανδρος, καθισμένος στο πάτωμα, με το δάχτυλο στο στόμα, και αποφάσιζε μέσα του πως εκείνος δεν ήθελε να γίνει έτσι κακό παιδί σαν τον Αντώνη.
Και όμως πώς ήθελε να μπορεί να κάνει όσα έκανε ο Αντώνης! Γιατί ο Αντώνης έκανε πολλά δύσκολα πράματα. Έκανε τούμπες τρεις στη σειρά και θα έκανε, λέει, και τέσσερις, αν ήταν πιο μεγάλη η κάμαρα και αν δε χτυπούσε ο τοίχος στα ποδάρια του· σκαρφά λωνε στη γαζία της αυλής· καβαλίκευε στην κουπαστή της σκάλας και κατέβαινε γλιστρώντας ως κάτω - έκανε, πηδώντας με το ένα πόδι, τρεις φορές το γύρο της αυλής του σπιτιού, χωρίς ν' αγγίξει τον τοίχο - κάθε πρωί, στη θάλασσα, βουτούσε το κεφάλι του στο νερό κι έμενε τόση ώρα με κλειστό στόμα και ανοιχτά μάτια, και δεν πνίγουνταν ποτέ. Και' άλλα πολλά έκανε ο Αντώνης."
Ο Αντώνης και τα τέσσερα αδέρφια του φιλοξενούνται για τις διακοπές του καλοκαιριού στον Πειραία, στο σπίτι των θείων τους. Οι γονείς του Αντώνη ζούνε στην Αίγυπτο και εκείνο το καλοκαίρι δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν. Έτσι,με σκηνικό τα παλιά αρχοντικά και τις ολόδροσες αυλές τους, ο Αντώνης σκαρφίζεται του κόσμου τις σκανταλιές, μπλέκει σ' αυτές και τ' αδέλφια του, πισύροντας στο τέλος την τιμωρία της αυστηρής θείας του. Αυτό όμως που κερδίζει το θαυμασμό όλων είναι η ακεραιότητα του χαρακτήρα του ήρωα μας, όταν για χάρη της αλήθειας παραδέχεται αντρίκια κάθε του αταξία. Ο «Τρελαντώνης» της Π. Δέλτα αποτελεί μία όαση τρυφερότητας και νοσταλγίας για τις μέρες και τους χαρακτήρες που σιγά σιγά χάνονται.
Πηνελόπη Δέλτα - Ο τρελλαντώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου