“Στο χαμηλοτάβανο και μικρό δωμάτιο δεν υπήρχε λάμπα και τώρα δεν έμπαινε καθόλου φως, εκτός απ’ το πολύ αδύναμο φέγγος της αυγής που εισχωρούσε απ’ το ημικυκλικό παράθυρο. Καθώς έμπαινα στο δωμάτιο, ξεχώρισα τη μορφή ενός νέου που είχε σχεδόν το δικό μου ανάστημα, κι ήταν ντυμένος μ’ ένα κοστούμι από κασμίρι ραμμένο σύμφωνα με τη νέα μόδα που είχε κι η δική μου φορεσιά εκείνη τη στιγμή. Εκείνο το αδύνατο φως μ’ έκανε να τον διακρίνω, αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Καθώς μπήκα, αυτός προχώρησε βιαστικά προς το μέρος μου, και πιάνοντάς μου το μπράτσο με μια χειρονομία ζωηρής ανυπομονησίας, ψιθύρισε τις λέξεις “Γουίλλιαμ Ουίλσον” στ’ αυτί μου.
Συνήλθα ακαριαία απ’ το μεθύσι μου. Υπήρχε κάτι στο ύφος του ξένου, και στο τρεμάμενο κούνημα του δάχτυλού του καθώς το ύψωνε ανάμεσα στα μάτια μου και στο φως, που με γέμισε με απερίγραπτη κατάπληξη· αλλά δεν ήταν αυτό που με είχε τόσο συνταράξει. Ήταν ο τόνος της επίσημης προειδοποίησης στην αλλόκοτη, σιγανή, διαπεραστική εκείνη φράση· και προπάντων ήταν ο χαρακτήρας, η χροιά, η κλίμαξ αυτών των λίγων, απλών και γνώριμων συλλαβών, που ξύπνησε χίλιες αναμνήσεις περασμένων καιρών, και τράνταξε την ψυχή μου σαν ηλεκτρική εκκένωση. Προτού προλάβω να συνέλθω από την ταραχή μου, εκείνος είχε κιόλας φύγει.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου