Το Σκλάβοι Πολιορκημένοι του Βάρναλη εμπνευσμένο από το Εικοσιένα, (που το αντιπαρατάσσει στούς «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Σολωμού) στην πρώτη του έκδοση του 1927. Ο Βάρναλης, συνεπής στις ιδέες του, δίνει το ιστορικό και ψυχολογικό ντοκουμέντο της εποχής του. Με το έργο του αυτό «αναλαβαίνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι: με τις ασκήμιες της, τους Φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες». Κι από τη βάση αυτή ξεκινώντας, «ανεβαίνει - όπως ο ίδιος λέει - στο ιδανικό της ελευθερίας όλων των ανθρώπων, και όχι μιας τάξης ανθρώπων».
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Κι άν τα γονατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι.”-Γειάσου Κωσταντή βαρβάτε!”
“-Καλησπερούδια, αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;”
Ενας σούδινε ποτήρι κι άλλος σούδινεν ελιά.
Ετσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι άν σε πείραζε κανένας - αχ εκείνος ο Τριβέλας!-
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θελησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού’ σαι νιότη, πού ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
Κ.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου