Στο εξώφυλλο παιδάκια της Καμπότζης τρέχουν γυμνά μετά τις πρώτες ναπάλμ, πάνω σε ταρτάν κάπου ανάμεσα στο 1ο και στο 2ο κουλουάρ. Στο εσώφυλλο το πρόσωπο του Τζιμάκου φωτίζεται κάτω από το Χριστός Ανέστη. Παραμέσα, κάτω από τον τίτλο, βλέπουμε ότι πρόκειται για Ποιήματα και ψηφιακές ζωγραφιές, μεταλλαγμένες με τη βοήθεια του υιού του, Άρη Πανούση. Μας δίνει και χώρο για κάποια αφιέρωση.
Ακόμη πιο μέσα διαβάζουμε πως “Με πιέζει ο εκδότης μου να γράψω βιβλίο! Έχουμε βγάλει ήδη 4, αλλά θέλει κι άλλο ένα τουλάχιστον. Τα 5 βιβλία είναι ο ικανός και αναγκαίος αριθμός για να καθιερωθεί κάποιος ως συγγραφέας (σε αντίθετη περίπτωση και με μια βιντεοκασέτα που έχω σχεδόν τελειώσει, κινδυνεύω να γίνω σκηνοθέτης)”.
Δεν ξέρω τι υπαινίσσεται για τους σκηνοθέτες αλλά μπορώ να φανταστώ γιατί έχει γεμίσει ο τόπος τυπωμένη σαβούρα. Κι αν μια ταινία φτάνει για να ικανοποιήσει κάποιος το βίτσιο του και μετά να θεωρείται σκηνοθέτης για πάντα, σκέφτομαι μήπως να θεσπίζαμε το ίδιο για όλους τους ατάλαντους που φιλοδοξούν να γίνει γραφιάδες, ώστε να ξεμπερδεύαμε μια και καλή μαζί τους. Βλέπω την ελληνική ταινία “Κάνε με πρωθυπουργό” [1965] και σε κάποια φάση ο Ρίζος λέει στη δικιά του “για να γράψεις στη γραφομηχανή, ρε Σούλα, πρέπει να ξέρεις το αλφάβητο!”
Ένα είναι βέβαιο, πως ο Τζιμάκος όχι μόνο ξέρει νεράκι την αλφαβήτα, αλλά έχει μάτια, μύτη, αυτιά, χέρια, πόδια και στόμα. Για να φρίττει μ’ αυτά που βλέπει κι ακούει, για να μυρίζει το μπαρούτι και την αποφορά πασών των εξουσιών, για να μουντζώνει με χέρια και με πόδια, για να καταγράφει χρονογραφικά όσα είν’ απ’ τ’ άγραφα. Διότι η τρέλα έχει πλέον κατέβει απ’ τα βουνά {Άγραφα και μη] κι έχει εγκατασταθεί μέσα του και μέσα μας. Κι αυτή η ασίγαστη τρέλα είναι που του φέρνει λογοδιάρροια, που τον οιστρηλατεί σαν βουκέντρα, που τον κρατάει ζωντανό κι εν εγρηγόρσει.
Η βία είναι το θηλυκό του βίου. Το ουδέτερο είναι το βιός.
Τα ποιήματα που θα διαβάσετε εδώ είναι άλλοτε πεζά και προσγειωμένα κι άλλοτε έμμετρα κι έπεα πτερόεντα. Κάποια ίσως σας είναι ήδη γνωστά από τα παλιά, κάποια άλλα ίσως τα βρείτε χαριτωμένα και κάποια παρωχημένα ή στραβοχυμένα. Οι τίτλοι τους, κι ενίοτε και τα ίδια, είναι τσιτάτα ή συρραφή από μεταλλαγμένα αποφθέγματα, που αναδύουν ένα βρώμικο και θυμόσοφο χιούμορ. Η αναρχία φωλιάζει μέσα τους εν σπέρματι. Κυριολεκτικά και μεταχρονολογημένα. Η σοβαρότητα και η σωβρακότητα πάνε οπωσδήποτε περίπατο μαζί. Η ανατροπή και η υποτροπή είναι αδελφές, κακές, ψυχές κι ανάποδες έννοιες.
Κι όλ’ αυτά συμβαίνουν στις δεξιές σελίδες. Στις ανάδελφες αριστερές, σας περιμένουν κοπέλες απ’ το διαδίκτυο, ψηφιακά πειραγμένες. Όχι που από πριν ήτανε εντάξει, απλά τις πειράζουνε - μπαμπάς και γιος - για να μας τρίψουνε και καλά τη μούρη και για να παίξουν με τα όρια του επιτρεπτού και του ανεπίτρεπτου. Με τα σύνορα της αισθητικής και της δεοντολογίας. Με τα διαλελυμένα οδοφράγματα της λογοκρισίας και τις άσπρες γραμμές της ανοχής, της ενοχής και της τηλεοπτικής μας θαλπωρής. Κι έτσι δεν προλαβαίνουμε καν να στρέψουμε ή όχι το μάγουλο: σκαμπίλια πέφτουνε βροχή και εκατέρωθεν. Εναλλάξ και παραλλάξ.
Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και τρομάζω!
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν αξίζει να “διαβάσετε” αυτό το βιβλίο. Δεν ξέρω καν πως θ’ αντιδράσει ένας αμύητος κι ανυποψίαστος αναγνώστης. Αν θα το κάψει ή αν θα το πετάξει στον καταστροφέα εγγράφων για να διαπιστώσει τις δυνατότητές του. Είμαι σίγουρος όμως ότι ξεχειλίζει από πικρή σάτιρα και ένα χιούμορ κατράμι. Από αγανάκτηση κι οργή. Κοχλάζει και χιμάει να μας πνίξει γιατί πιστεύει πως έτσι μόνο, μπροστά στον απόλυτο κίνδυνο πνιγμού, μπορούμε να νοιώσουμε τη ματαιότητα και την ανυπαρξία που βίωσε κι ο ίδιος μετά το τελευταίο κατακαλόκαιρο εγκεφαλικό σε κάποιο ελληνικό νησί.” Κ. Γαρδερίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου