Το ένα και μοναδικό βιβλίο που έγραψε, με ποιήματα, θεατρικά κείμενα, διάφορες καθημερινές και μή ιστορίες, πάντα μέσα απο το πρίσμα του Άσιμου, καθώς και κάποιες σκόρπιες σκέψεις του γενικότερα για την χώρα του, το πολιτικό γίγνεσθαι του τόπου και της εποχής ('73), τους καλλιτέχνες της εποχής του κ.α.
Ποιός ήταν όμως ο Νικόλας Άσιμος (πραγματικό όνομα Νικόλαος Ασιμόπουλος, 20 Αυγούστο 1949 – 17 Μαρτίου 1988); Αναρχικός μουσικός, τραγουδοποιός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Κοζάνη. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό και διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την 3η θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965. Το 1967, σε ηλικία 18 ετών έφυγε για την Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής με απώτερο σκοπό να γίνει δημοσιογράφος. Το ψευδώνυμο «Άσιμος» χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε ένα ερασιτεχνικό δημοσιογραφικό άρθρο του σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα έφτιαξε ένα φοιτητικό Θεατρικό Εργαστήρι, ανεβάζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο και Μολίερο και αγόρασε την πρώτη του κιθάρα.
Στα μέσα των σπουδών του άρχισε εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ ως αυτοδίδακτος μουσικός, όπου αγνοώντας όλες τις προειδοποιήσεις της χουντικής λογοκρισίας για τους στίχους του κατέληξε τελικά να συλληφθεί, να δαρθεί και να κρατηθεί στην Ασφάλεια, όπου περιέργως χάθηκε η ταυτότητά του. Ο Άσιμος δεν έβγαλε άλλη, παρά μόνο πολλά χρόνια αργότερα (το 1986, ενάμιση χρόνο πριν το θάνατο του) και μάλιστα με το επώνυμο «Άσιμος» και την διευκρίνιση «άνευ θρησκεύματος» στο σχετικό σημείο. Χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, απέχοντας μόνο 6 μαθήματα από το πτυχίο, έφθασε το 1973 στην Αθήνα, όπου εμφανίσθηκε σε διάφορες «μπουάτ» της Πλάκας («5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο»), σε συνεργασία με προοδευτικούς τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες (Γκαϊφύλλιας ?, Λήδα και Σπύρος, Ζωγράφος, Τζαβέλλας, Ζουγανέλλης, Μπουλάς, Αδριανός, κ.ά.), παρουσιάζοντας ένα σύνθετο πρόγραμμα με μουσική και αντικαθεστωτικά κείμενα και μικρά θεατρικά, ενώ με το σχήμα «Για ένα Πολιτικό Καφενείο» έδωσε πολλές παραστάσεις στον πεζόδρομο της Μνησικλέους για «να συμβάλουν έμπρακτα και οι καλλιτέχνες στην ανατροπή των καταπιεστών του λαού» .
Το 1975 κυκλοφόρησε σε ένα δισκάκι 45 στροφών τα πρώτα του 2 τραγούδια («Πανηγύρι» και «Ο Μηχανισμός»: «Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής / και να γυρίσω δίσκο...») και σε λίγο προχώρησε σε έκδοση δικών του «παράνομων» (όπως τις έλεγε) κασετών, τις οποίες ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του στα Προπύλαια, τα κάγκελα του Πολυτεχνείου, την πλατεία των Εξαρχείων, το Μοναστηράκι και τον Λυκαβηττό. Δημιούργησε επίσης το συγκρότημα «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, σε κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, σε μουσικοθεατρικά σχήματα, σε θέατρο του δρόμου και άλλα προχωρημένα «δρώμενα». Το 1976, από τη σχέση του με τη Λίλλιαν Χαριτάκη, γεννήθηκε η κόρη του, η Λίλλιαν – Κυριακή ή «Νιουνιού», όπως συνήθιζε ο ίδιος να την αποκαλεί.
Στις 24 Οκτωβρίου 1977 φυλακίσθηκε επί 2 μήνες, μαζί με άλλους 5 εκδότες – συγγραφείς του αντιεξουσιαστικού ? χώρου, που η τότε κυβέρνηση θεώρησε «ηθικούς αυτουργούς» σε επεισόδια στους δρόμους της Αθήνας σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τους μυστηριώδεις θανάτους 4 φυλακισμένων Γερμανών ανταρτών πόλης (τα εντάλματα σύλληψής τους τούς είχαν χαρακτηρίσει «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο»). Το 1981, λίγο μετά τις καταλήψεις άδειων αθηναϊκών σπιτιών από αντιεξουσιαστές, όπου ήταν τακτικός θαμώνας και τραγουδιστής, έγραψε και κυκλοφόρησε μόνος του το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ο Ξαναπές», σε 4 τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Β. Παπακωνσταντίνου και η Χάρις Αλεξίου.
Το 1985 άνοιξε ένα μαγαζάκι - κατοικία στην οδό Καλλιδρομίου, που το ονόμασε «Χώρο Προετοιμασίας». Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνίδια για παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα, κασέτες, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα. Το 1987 κλείστηκε με την βία σε ψυχιατρική κλινική και έπειτα στις φυλακές Κορυδαλλού, μετά από εναντίον του μήνυση για βιασμό. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά λόγω του έντονου συναισθηματισμού του και της επιμονής του σε όσα διακήρυσσε σε ολόκληρη του τη ζωή του, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα και απογοήτευση, τόσο για την αβάσιμη κατηγορία όσο και για την εγκατάλειψή του από πολλούς παλαιούς δήθεν «συντρόφους» και «φίλους» του: «Είμαι πάντα πρόθυμος να δεχτώ μαθήματα, είμαι πάντα ανοιχτός να δεχτώ μηνύματα, είμαι πάντα έτοιμος να δεχτώ χτυπήματα, είμαι αυτό που ήμουν πάντα, εγώ γεννήθηκα στο κυπαρίσσι»).
Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας (την πρώτη φορά έσπασε το σχοινί και την δεύτερη η καρέκλα), στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο μαγαζάκι – κατοικία του. Την παραμονή είχε κολλήσει ένα σημείωμά του στο τζάμι: «Θα περιμένω ακόμα μια μέρα». Σε σημείωμα που βρέθηκε δίπλα του, ο Άσιμος είχε γράψει: "Αυτοκτονώ γιατί τον τελευταίο καιρό είχα διάφορα προβλήματα. Για την ενέργειά μου αυτή ας μην αναζητήσει η αστυνομία κανένα υπεύθυνο και οι δημοσιογράφοι να μην ασχοληθούν μαζί μου. Τα νοσοκομεία δεν με βοήθησαν να ξεπεράσω το πρόβλημά μου, για να μπορέσω να δουλέψω όπως πρώτα. Δεν κρατάω όμως παράπονο για κανένα. Παρακαλώ ο,τιδήποτε αξίας βρεθεί, να παραδοθεί στην κόρη μου."
Ποιός ήταν όμως ο Νικόλας Άσιμος (πραγματικό όνομα Νικόλαος Ασιμόπουλος, 20 Αυγούστο 1949 – 17 Μαρτίου 1988); Αναρχικός μουσικός, τραγουδοποιός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Κοζάνη. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό και διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την 3η θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965. Το 1967, σε ηλικία 18 ετών έφυγε για την Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής με απώτερο σκοπό να γίνει δημοσιογράφος. Το ψευδώνυμο «Άσιμος» χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε ένα ερασιτεχνικό δημοσιογραφικό άρθρο του σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα έφτιαξε ένα φοιτητικό Θεατρικό Εργαστήρι, ανεβάζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο και Μολίερο και αγόρασε την πρώτη του κιθάρα.
Στα μέσα των σπουδών του άρχισε εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ ως αυτοδίδακτος μουσικός, όπου αγνοώντας όλες τις προειδοποιήσεις της χουντικής λογοκρισίας για τους στίχους του κατέληξε τελικά να συλληφθεί, να δαρθεί και να κρατηθεί στην Ασφάλεια, όπου περιέργως χάθηκε η ταυτότητά του. Ο Άσιμος δεν έβγαλε άλλη, παρά μόνο πολλά χρόνια αργότερα (το 1986, ενάμιση χρόνο πριν το θάνατο του) και μάλιστα με το επώνυμο «Άσιμος» και την διευκρίνιση «άνευ θρησκεύματος» στο σχετικό σημείο. Χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, απέχοντας μόνο 6 μαθήματα από το πτυχίο, έφθασε το 1973 στην Αθήνα, όπου εμφανίσθηκε σε διάφορες «μπουάτ» της Πλάκας («5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο»), σε συνεργασία με προοδευτικούς τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες (Γκαϊφύλλιας ?, Λήδα και Σπύρος, Ζωγράφος, Τζαβέλλας, Ζουγανέλλης, Μπουλάς, Αδριανός, κ.ά.), παρουσιάζοντας ένα σύνθετο πρόγραμμα με μουσική και αντικαθεστωτικά κείμενα και μικρά θεατρικά, ενώ με το σχήμα «Για ένα Πολιτικό Καφενείο» έδωσε πολλές παραστάσεις στον πεζόδρομο της Μνησικλέους για «να συμβάλουν έμπρακτα και οι καλλιτέχνες στην ανατροπή των καταπιεστών του λαού» .
Το 1975 κυκλοφόρησε σε ένα δισκάκι 45 στροφών τα πρώτα του 2 τραγούδια («Πανηγύρι» και «Ο Μηχανισμός»: «Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής / και να γυρίσω δίσκο...») και σε λίγο προχώρησε σε έκδοση δικών του «παράνομων» (όπως τις έλεγε) κασετών, τις οποίες ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του στα Προπύλαια, τα κάγκελα του Πολυτεχνείου, την πλατεία των Εξαρχείων, το Μοναστηράκι και τον Λυκαβηττό. Δημιούργησε επίσης το συγκρότημα «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, σε κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, σε μουσικοθεατρικά σχήματα, σε θέατρο του δρόμου και άλλα προχωρημένα «δρώμενα». Το 1976, από τη σχέση του με τη Λίλλιαν Χαριτάκη, γεννήθηκε η κόρη του, η Λίλλιαν – Κυριακή ή «Νιουνιού», όπως συνήθιζε ο ίδιος να την αποκαλεί.
Στις 24 Οκτωβρίου 1977 φυλακίσθηκε επί 2 μήνες, μαζί με άλλους 5 εκδότες – συγγραφείς του αντιεξουσιαστικού ? χώρου, που η τότε κυβέρνηση θεώρησε «ηθικούς αυτουργούς» σε επεισόδια στους δρόμους της Αθήνας σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τους μυστηριώδεις θανάτους 4 φυλακισμένων Γερμανών ανταρτών πόλης (τα εντάλματα σύλληψής τους τούς είχαν χαρακτηρίσει «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο»). Το 1981, λίγο μετά τις καταλήψεις άδειων αθηναϊκών σπιτιών από αντιεξουσιαστές, όπου ήταν τακτικός θαμώνας και τραγουδιστής, έγραψε και κυκλοφόρησε μόνος του το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ο Ξαναπές», σε 4 τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Β. Παπακωνσταντίνου και η Χάρις Αλεξίου.
Το 1985 άνοιξε ένα μαγαζάκι - κατοικία στην οδό Καλλιδρομίου, που το ονόμασε «Χώρο Προετοιμασίας». Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνίδια για παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα, κασέτες, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα. Το 1987 κλείστηκε με την βία σε ψυχιατρική κλινική και έπειτα στις φυλακές Κορυδαλλού, μετά από εναντίον του μήνυση για βιασμό. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά λόγω του έντονου συναισθηματισμού του και της επιμονής του σε όσα διακήρυσσε σε ολόκληρη του τη ζωή του, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα και απογοήτευση, τόσο για την αβάσιμη κατηγορία όσο και για την εγκατάλειψή του από πολλούς παλαιούς δήθεν «συντρόφους» και «φίλους» του: «Είμαι πάντα πρόθυμος να δεχτώ μαθήματα, είμαι πάντα ανοιχτός να δεχτώ μηνύματα, είμαι πάντα έτοιμος να δεχτώ χτυπήματα, είμαι αυτό που ήμουν πάντα, εγώ γεννήθηκα στο κυπαρίσσι»).
Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας (την πρώτη φορά έσπασε το σχοινί και την δεύτερη η καρέκλα), στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο μαγαζάκι – κατοικία του. Την παραμονή είχε κολλήσει ένα σημείωμά του στο τζάμι: «Θα περιμένω ακόμα μια μέρα». Σε σημείωμα που βρέθηκε δίπλα του, ο Άσιμος είχε γράψει: "Αυτοκτονώ γιατί τον τελευταίο καιρό είχα διάφορα προβλήματα. Για την ενέργειά μου αυτή ας μην αναζητήσει η αστυνομία κανένα υπεύθυνο και οι δημοσιογράφοι να μην ασχοληθούν μαζί μου. Τα νοσοκομεία δεν με βοήθησαν να ξεπεράσω το πρόβλημά μου, για να μπορέσω να δουλέψω όπως πρώτα. Δεν κρατάω όμως παράπονο για κανένα. Παρακαλώ ο,τιδήποτε αξίας βρεθεί, να παραδοθεί στην κόρη μου."
Νικόλας Άσιμος - Αναζητώντας Κροκάνθρωπους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου